- εσθλοδότης
- ἐσθλοδότης, ὁ (Α)αυτός που παρέχει αγαθά.[ΕΤΥΜΟΛ. < εσθλός + -δότης < δίδωμι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐσθλοδόται — ἐσθλοδότης giver of good masc nom/voc pl ἐσθλοδότᾱͅ , ἐσθλοδότης giver of good masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσθλοδόταις — ἐσθλοδότης giver of good masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσθλοδόταν — ἐσθλοδότᾱν , ἐσθλοδότης giver of good masc acc sg (epic doric aeolic) ἐσθλοδότης giver of good masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)